ἀνοιχτοκουταλᾶτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιχτοκουταλᾶτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνοιχτοκουταλᾶτος ἐπίθ. Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. Ρόδ. Τῆλ. -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνοιχτοκούταλος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ᾶτος.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων εὐρεῖς ὤμους καὶ ἑπομένως ὁ εὐρύστερνος, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται καὶ ρωμαλέος ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Ψηλός, λυγνὸς εἰς τὸ κορμὶ κι ἀνοιχτοκουταλᾶτος κι ἀποὺ τὰ νύχιˬα ᾽ς τὴν κορφὴ τὸν ἔρωτα γεμᾶτος Κάρπ. Εἶσαι ψηλή, εἶσαι λυγνὴ κι ἀνοιχτοκουταλάτη, πρέπει σου νὰ σὲ βάλουνε σὲ γυάλινο παλάτι. Κρήτ. Συνών. ἀνοιχτοκούταλος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA