ἀνοιχτολόγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιχτολόγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνοιχτολόγος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀνοιχτόλογος Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. -ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 83.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀνοιχτὰ καὶ τοῦ ρ. λέγω.

Σημασιολογία

Ὁ ἀπεριφράστως ὁμιλῶν, εἰλικρινὴς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀνοιχτόλογος εἶναι, δὲ βλέπει μακρεὰ μήτε βαθεά, ὅμως αὐτὰ ποῦ βλέπει, τὰ φωνάζει ὅπως τὰ βλέπει ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/