ἀνοιχτοσύνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιχτοσύνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνοιχτοσύνη ἡ, Θρᾴκ. (Μυριόφ. κ.ἀ.) -Λεξ. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. 359 Δημητρ. ἀνοιχτοσύ’ Προπ. (Ἀρτάκ.) ἀνοιχτούν’ ΑΡουμελ. (Φιλιππούπ.) ἀ’χτοσύ᾿ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀ᾿χτουσύ᾽ Θρᾴκ. (‘Αδριανούπ. κ.ἀ.) ἀνοιχτοσύν Πόντ. (Χαλδ.) ἀννοιχτοσύνη Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνοιχτός.
Σημασιολογία
1) Ἀναπεπταμένος τόπος, χῶρος ἔχων εὐρὺν ὁρίζοντα ΑΡουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Μυριόφ. Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Πόντ. (Χαλδ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) κ.ἀ.: Σὰ θέλῃς, πάμε σὲ μιˬὰ ἀνοιχτοσύνη νὰ σοῦ δείξω πο͜ιὸς εἶσαι! (ἀπειλὴ) Θρᾴκ. Ἐδῶ εἶναι ἀνοιχτοσύνη, ἐλᾶτε νὰ καθίσωμε Μυριόφ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄνοιξι 2. 2) Οὐρανὸς καθαρός, ἀνέφελος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Πόντ. (Χαλδ.) -Λεξ. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. Σήμερα ὁ καιρὸς εἶναι ἀνοιχτοσύνη Θρᾴκ. Συνών. αἰθρία 1. 3) Ὑπερβολικὴ ἐλευθεριότης, ζωηρότης, συνήθως ἐπὶ γυναικὸς Κύπρ. Προπ. (Ἀρτάκ.) -Λεξ. Δημητρ.: Ἐει πολ-λὴν ἀν-νοιχτοσύνην τούτ᾿ ἡ κωπέλ-λα ’πάνω της Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA