ἀψαριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀψαριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀψαριˬὰ ἡ, Ἀθῆν. Ἄνδρ. κ.ἀ. –Λεξ. Δημητρ. ἀναψαριˬὰ Κὔθν. Σῦρ. –Λεξ. Βλαστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. ψάρι.

Σημασιολογία

Ἔλλειψις ἰχθύων ἔνθ’ ἀν.: Εἶναι ἀψαριˬὰ Ἄνδρ. Ἔχουμε ἀναψαριˬὰ Κύθν. Δὲν πιˬάσαμε τίποτε, ἤτανε μεγάλη ἀναψαριˬὰ Σῦρ. Γιˬὰ τοῦτο κουβέντιˬάζουνε οἱ ψαράδες κάθε ποῦ θὰ τοὺς χτυπήσῃ ἡ φτώχε͜ια κ’ ἡ ἀναψαριˬὰ ΚΜπαστ. Ἁλιευτ. 74. Συνών. ἀψαρωσύνη 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/