ἀψαρωσύνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀψαρωσύνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀψαρωσύνη ἡ, Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄψαρος.

Σημασιολογία

1) Ἀψαριˬά, ὃ ἰδ. 2) Συνεκδ. ἡ ἐποχὴ καθ’ ἣν δὲν γίνεται ἁλιεία.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/