ἀνομομάζωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνομομάζωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνομομάζωμα τό, ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 18,234.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄνομος καὶ τοῦ οὐσ. μάζωμα.

Σημασιολογία

Κατὰ πληθ., τὰ παρανόμως, ἀδίκως συναχθέντα κέρδη: Παροιμ. φρ. Ἀνομομαζώματα διαβολοσκορπίσματα (εὐκόλως ἀποβάλλει τις ὅσα ἀνόμως συνεκέντρωσε). Πβ. ἀνεμομάδεμα, ἀνεμομάζεμα, ἀνεμομάζωμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/