ἀνομόνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνομόνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνομόνω Λεξ. Δημητρ. ἀναμόνω Εὔβ. -ΝΠολίτ. Ἐκλογ. 232 ἀναμόν-νω Κύπρ. ἀναμόνου Σκόπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ὀμόνω. Πβ. καὶ μεσν. ἀνόμνυμι ἐν Θησαυρ.

Σημασιολογία

1) Ὁρκίζομαι Εὔβ. Σκόπ. -ΝΠολίτ. ἔνθ’ ἀν. Λεξ. Δημητρ.: Σὰ λές ἀλήθε͜ια, γιατί δὲν ἀναμός; Σκόπ. Ἀνάμουσι ’ς τοῦ Θεὸ κἰ ’ς τ’ Παναΐα ὅτ’ δὲν τοῦ πῆρ’ αὐτὸς αὐτόθ. ᾎσμ. Μὰ ᾿γὼ τὸν ἥλιˬο ἀνάμοσα ποτὲ μὴν τραγουδήσω (τὸν ἥλιˬο ἀντὶ ’ς τὸν ἥλιˬο) ΝΠολίτ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ὑψώνω τὴν χεῖρα διὰ νὰ κτυπήσω τινά, ἐπιχειρῶ νὰ κτυπήσω τινὰ (ἡ σημ. προῆλθεν ἐκ τῆς συνηθείας νὰ ὑψώνῃ ὁ ὁρκιζόμενος τὴν χεῖρα) Κύπρ.: Ἀνάμοσεν νὰ τὸν χτυπήσῃ. Ἀνάμοσεν νὰ τοῦ δώσῃ μιάν, μὰ ᾿ὲν τὸν ἀφήκασι} Συνών. ἐξαμώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/