γαγγρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαγγρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαγγρώνω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαγγρός.

Σημασιολογία

1) Κάμνω τινὰ νὰ μὴ δύναται νὰ κινῆται διὰ παραλύσεως μέλους τοῦ σώματος, κάμνω παραλυτικόν, παραλύω ἔνθ᾽ ἀν.: ᾿Εντῶκεν κ᾿ ἐγάγγρωσεν τὸ έρι μ᾽ (ἐκτύπησε καὶ παρέλυσε τὸ χέρι μου) Τραπ. Χαλδ. Νὰ γαγγρών’ τσε ὁ Θεός ! νὰ σὲ παραλύσῃ ὁ Θεός! ἀρὰ) αὐτόθ. Συνών. ἀπογαγγρώνω 1. 2) ᾿Ενεργ. ἀμτβ καὶ παθ. παραλύομαι ἔνθ᾽ ἀν.: ᾽Ασ᾿ σὸν κρύον ἐγάγγρωσα Οἰν. ᾿Εγαγγρῶθεν τὸ ποδάρι μ᾿-τὸ έρι μ᾿ Χαλδ. Νὰ γαγγροῦνταν τὰ ποδάρ σ'-τὰ έρ σ’! (νὰ παραλύσουν κτλ. ἀρὰ) Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. ᾿Εγαγγρῶθα καὶ κεῖμαι ἀδακὰ (κατάκειμαι ἐδῶ ἀκίνητος ἐκ παραλυσίας) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/