ἀνονείδιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνονείδιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνονείδιστος ἐπίθ. ἀμάρτ ἀνούδιστος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀνονείδιστος. Ὁ τύπ. ἀνούδιστος διὰ τὸ ᾿νουδίζω παρὰ τὸ ὀνειδίζω.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ ὀνειδίσῃ δι᾽ ἐλάττωμα σωματικὸν ἣ ἠθικὸν καὶ γενικώτερον ὁ ἀνεπίληπτος, ἄψογος ἔνθ’ ἀν.: Ἀβοῦτος ἄρθεπος ἀνούδιστος ἔν᾿ Χαλδ. || Φρ. Ἀνούδιστον ψωμὶν τρώγω (ζῶ τιμίως ἐργαζόμενος) Κερασ. Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/