ἀνονείρευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνονείρευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνονείρευτος ἐπίθ. ΚΠαλλαμ. Δεκατετράστ. 30.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ὀνειρευτὸς<ὀνειρεύομαι.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ βλέπων ὄνειρα Ποίημ. Ἀγαπῶ καὶ μισῶ, ξεχνῶ, θυμᾶμαι, μ᾽ ὄνειρο ζῶ, ἀνονείρευτος κοιμᾶμαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/