ἀψείριˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀψείριˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀψείριˬαστος ἐπίθ. ἀφτείργος Πόντ. (Κερασ.) ἀψείριˬαστος σύνηθ. ἀψείριˬαστους βόρ. ἰδιώμ. ἀψείριˬαγος πολλαχ. ἀψείριˬαγους Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ψειριˬαστός <ψειριˬάζω, παρ’ ὃ καὶ φτειρ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἔχων ψεῖρας ἔνθ’ ἀν.: Μὲ τὴν ἀπλυσιˬὰ ποῦ ἔχουν δὲν μποροῦν νὰ μείνουν ἄψείριˬαστοι. Κανένας στρατιώτης ’ς τὸν πόλεμο δὲ μένει ἀψείριˬαστος. Ἀψείριˬαστο κεφάλι-ἀψείριˬαστα ροῦχα σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA