ἀνορδίνιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνορδίνιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνορδίνιαστος ἐπίθ. Κρήτ. ἀουρδίνιˬαστους Μακεδ. ἀρδίνιˬαστος Νάξ. (Τρίποδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀνορδίνιˬαστος.
Σημασιολογία
1) Ἀτακτοποίητος, ἀνευτρέπιστος Μακεδ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Περὶ γέρ. (ἔκδ. Wagner σ. 109) στ. 95 «ἀνάπλεκη, ἀνορδίνιαοτη, κρέμονται τὰ μαλλιά της». Συνών. ἀσυγύριστος. 2) Ἀπροετοίμαστος Κρήτ.: Ἀκόμ’ εἶσ᾽ ἀνορδίνιˬαστη; ΙΙΙ) Ἀπρόσκλητος Νάξ. (Τρίποδ. κ.ἀ.) Συνών ἀκάλεστος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA