ἀρρωστικόπουλλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρρωστικόπουλλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρρωστικόπουλλο τό, ἀρρωστικόπον Πόντ. (Σάντ. Σταυρ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀρρωστικὸ διὰ τῆς καταλ. -πουλλο.
Σημασιολογία
Ἐλάχιστόν τι ἔδεσμα ἢ γλύκυσμα ἢ ὀπωρικὸν ζητούμενον ὑπὸ τοῦ ἀσθενοῦς ἢ προσφερόμενον ὑπό τοῦ ἀσθενοῦς ἤ προσφερόμενον εἰς αὐτὸν κατὰ τὸν χρόνον τῆς ἀναρρώσεως ἔνθ᾽ ἄν.: ᾌσμ. ᾿Λοὶ ἐμἑν, μάννα, ᾿λοί ἐμέν, πόνεσεν τὸ καρδόπο μ᾿,τέρεν καὶ φέρεν γιˬατρικὸν ἕναν άρρωστικόπον Σταυρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA