ἀρρωστόκαιρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρρωστόκαιρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρρωστόκαιρος ὁ, πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄρρωστος καὶ τοῦ οὐσ. καιρός.
Σημασιολογία
Ἀτμοσφαιρικὴ κατάστασις νοσηρά: Δὲ μπορῶ νὰ βγῶ ἔξω μ᾿ αὐτὸν τὸν ἀρρωστόκαιρο. Αὐτὸς ὁ ἀρρωστόκαιρος μ᾿ ἔρριξε ᾿ς τὸ κρεββάτι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA