γαζάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαζάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαζάκι τό. σύνηθ. γαζ-ζάτι Κῶς.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γαζί.
Σημασιολογία
Μικρὸ γαζὶ 1, ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν.: Ὄμορφο γαζάκι κάνει ἡ μηχανή μου σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA