γιˬαουρτάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαουρτάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬαουρτάκι τό, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαούρτι καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
Γιαούρτι, κατ’ ἔννοιαν θωπευτικὴν κυρίως σύνηθ.: Τὸ βράδυ τὴν περνάω μὲ κανένα γιˬαουρτάκι. Ἔλα, φάε τὸ γιαουρτάκι σου! Συνών. γιˬαουρτούλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA