ἀνορεξιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνορεξιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνορεξιˬὰ ἡ, ἀνορεξία Εὔβ. (Κύμ.) Ζάκ. Μέγαρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀνορεξίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀνουριξία Μακεδ. (Καταφύγ.) ἀνορεξιˬὰ κοιν. ἀνορεὰ Μακεδ. (Καστορ.) ἀνουριξιˬὰ βόρ. ἰδιώμ. ἀνουριὰ Ἴμβρ. ἀναροξιὰ Σίφν. ἀναροὰ Ἄνδρ. Κῶς Σύμ. ἀνεροξία Πελοπν. (Λακων.) ἀνοροξία Pianzola ἀνοροξιˬὰ Μῆλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀνορεξία. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ.
Σημασιολογία
1) Ἔλλειψις ὀρέξεως κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Ἡ ἀρρώστιˬα μοῦ ’φερε ἀνορεξιˬά. Δὲν μπορῶ νὰ φάω, ἔχω ἀνορεξιˬὰ κοιν. Ἔχει μεγάλη ἀναροξὰ Ἄνδρ Ἀναροξὰν ποῦ τὴν ἔχω! Σύμ. Ἔχει ἀνορεξιˬὰ καὶ κρασαρρώστιˬα (σκωπτικῶς περὶ μεθύσου) Παξ. 2) Ἔλλειψις προθυμίας, καλῆς διαθέσεως σύνηθ.: Δὲν εἶμαι καλά, ἔχω μία ἀνορεξία Μέγαρ. Ἔχω μιὰν ἀνορεξιˬὰ ποῦ δὲ bορῶ νά ’ρθω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA