ἀνορεξιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνορεξιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνορεξιˬάζω Κρήτ. Σίφν. ἀνεροξιˬάζω Νάξ. (Φιλότ.) -ΔΓουζέλ. Χάσ. 41.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀνορεξιˬάζω.
Σημασιολογία
Ἀνορεξένω, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἀνεροξιˬάζει τὸ παιδὶ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ φάῃ Φιλότ. Εἶντα ’χεις πάλι κ’ ἠνορέξιˬασες; Σίφν. || Ποίημ. Μὰ λέω ἀνερόξιˬασες, δὲν ἔχεις μπουκκεˬὰ πεῖνα ΔΓουζέλ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA