ἀνορεξῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνορεξῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνορεξῶ, ἀνορεξε͜ιῶ Σιφν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνόρεξος.
Σημασιολογία
Ἀποβάλλω τὴν καλὴν διάθεσιν: Ἀνορεξε͜ιοῦνε τὰ παιδιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA