ἀνόρεχτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνόρεχτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀνόρεχτα ἐπίρρ. πολλαχ. ἀνόριχτα Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Καταφύγ.) ἀνιˬόριχτα Θεσσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνόρεχτος.

Σημασιολογία

1) Ἄνευ ὀρέξεως πολλαχ.: Τρώγω ἀνόρεχτα πολλαχ. Ἔφαϊ ἀνόριχτα Ζαγόρ. Συνών. ἀνόρεξα 1, ἀνορεξᾶς. β) Χωρὶς διάθεσιν, χωρὶς προθυμίαν πολλαχ.: Τοῦ μίλησε ἀνόρεχτα πολλαχ. Ἀληθῶς ἀνέστ’, μουρμούρισε ἀνόρεχτα ἡ Φόνη ΚΧατζοπ. Ἀγάπ. 18. Συνών. ἄγνωμα 1β, ἀνόρεξα 2. Πβ. ἄναλα, ἄνοστα. 2) Αἰφνιδίως, ἀπροσδοκήτως Ἤπ. (Ἰωάνν.) Θεσσ.: Σὰν ἀνόριχτα τοῦ ’ρθι Ιωάνν. Σ᾽κώθ᾿κι τ᾿ἀνιόριχτα Θεσσ. Συνών. αἴφνης, ἄξαφνα, ξαφνικά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/