ἀνόρεχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνόρεχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνόρεχτος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀνόριχτους ἐνιαχ. βόρ. ἰδιώμ. ἀνόρεγος ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,110.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀνόρεκτος.
Σημασιολογία
1) Ἀνόρεξος 1, ὃ ἰδ., πολλαχ. 2) Ἀνόρεξος 1β, ὃ ἰδ., πολλαχ.: Ἔχω καὶ τὸ παιδί μου κομμάτι ἀνόρεχτο, τὸ πειράζει κἄπου κἄπου μιὰ θερμούλλα Παξ || Ποίημ. Ἄν ἔλειπαν τὰ σίδερα ’ς αὐτὸ τ᾽ ἀγριοπούλλι, θὰ πίστευα πῶς εἶσαι σὺ κατάδικος καὶ φταίστης, τόσο σὲ βλέπω ἀνόρεχτον! ΑΒαλαωρίτ. Ἔργα 3,228.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA