γαζέττα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαζέττα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαζέττα ἡ, κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ’Ιταλ. gazzetta.
Σημασιολογία
1) Νόμισμα ἀπηρχαιωμένον χάλκινον δεκάλεπτον ἢ πεντάλεπτον κοιν.: Γνωμ. Ὅσο θές, μαύρη μου, νίψου | καὶ σγουρή, ξεροχτενίσου, τ᾽ ἀσκημάδι σου δὲ βγάνεις, | μόνο τσοὶ γαζέττες χάνεις Ζάκ. 2) Μετὰλλινον σύρμα Πελοπν. (᾽Αρκαδ.) ΙΙΙ) ’Εφημερὶς πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA