γαζὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαζὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαζὶ τό, κοιν. γαζὶν Πόντ. (Τραπ.) γαζ-ζὶ Κῶς.

Ετυμολογία

Κατὰ GMeyer Neugr. Stud. 4,21 ἐκ τοῦ Γαλλ. gaze καὶ κατὰ Thumb Indogerm. Forsch. 14 (1903) 356 καὶ ΣΞανθουδ. ἐν ’Αθηνᾷ 26 (1914) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 142 ἐκ τοῦ 'Αραβ. kazz=μέταξα.

Σημασιολογία

1) Εἶδος ραφῆς πυκνῆς, διὰ ραπτομηχανῆς ἢ τῆς χειρὸς γινομένης, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν ἀφίνονται κενὰ διαστήματα κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.) 2) Ποίκιλμα διὰ νήματος Κρήτ. Τῆλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/