ἀνοριὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοριὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνοριὰ ἡ, Ἄνδρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. ὅριο.
Σημασιολογία
Κοινοτικὴ βοσκήσιμος ἔκτασις ἄνευ ὁρίων, ἀπερίφρακτος, εἰς τὴν ὁποίαν βόσκουν τὰ ζῷα τοῦ χωρίου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA