ἀνορφάνιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνορφάνιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνορφάνιστος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ὀρφανιστός<ὀρφανίζω.

Σημασιολογία

Ὁ ὀρφανισθεὶς μέν, ἀλλὰ τυχὼν προστάτου ἔνθ’ ἀν.: Ὅσον κιˬ ἂν ἐπέθανεν ὁ κύρι μ᾿, εἶμαι ἀνορφάνιστος γούσπουτα ἔχω τὸν θεῖο μ᾽ (γούσπουτα=ἐφόσον) Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/