ἀρρωστῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρρωστῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρρωστῶ κοιν. καὶ Ποντ. (Κερασ.) ἀρρουστῶ βόρ. ἰδιώμ. ἀρρωστοῦ Τσακων. ἀρρουστοῦ Σάμ. ἀουστῶ Σαμοθρ. ἀρρωστάω πολλαχ. ἀρρουστάω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀρρουστάου Εὔβ. (Στρόπον.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀρρωστένω Θρᾴκ. (Κασταν.) Μεγίστ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων. Λεντεκ. Τριφυλ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ.) κ.ἀ. ἀρρωστένου Εὔβ. (Κύμ. κ.ἀ.) ἀρρουστένου Μακεδ. (Καστορ. κ.ἀ.) Στερελλ.(Αἰτωλ.) ἀρρωστίζω Θήρ. Κρήτ. (καὶ ἀρρωστῶ) ἀρρωστύνω Πόντ. (Κερασ.) ’ρωστῶ Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Ἰων. (Κρήν.) Κύπρ. Νάξ. Τῆλ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀρρωστῶ.

Σημασιολογία

Ἀμτβ. γίνομαι ἄρρωστος, καχεκτικός, ἀσθενῶ, νοσῶ, (α) Ἐπὶ ἐμψύχων ἔνθ’ ἀν.: Ἀρρώστησε βαρεˬά. Ὑπόφερα πολλὰ βάσανα κιˬ ἀρρώστησα. Ἔφαε ἔφαε καὶ γιˬ’ αὐτὸ ἀρρώστησε κοιν. Ἀπὸ τὸν καμό του ἀρρωστίζει Θήρ. || Παροιμ. Ἀρρώστησες, ξαρρώστησες, πές πῶς πῆες ᾽ς τὸ γάμο (ἀπαλλασσόμενος τῆς νόσου δὲν πρέπει πλέον νὰ δυσφορῇς δι’ὅσα ὑπέφερες, ἀλλὰ νὰ χαίρῃς ὅτι διέφυγες τὸν κίνδυνον) ’Ιόνιοι Νῆσ. || ᾎσμ. Σαράντα κλέφτες ἤμασταν, σαράντα δυˬὸ νομάτοι, κιˬ ὅλοι - ν - ὅρκον ἐκάμαμαν, ὅρκο ᾿ς τὰ χαιˬμαλιˬά μας ὅπο͜ιος ᾽ρωστήσῃ ἀπὸ τ' ἐμᾶς νὰ τὸν βαστοῦν οἱ ἄλλοι Τζουμέρκ. Συνων. ἀρρωσταρίζω, ἀρρωστεύω, ἀρρωστυνέσκω, ἀστενῶ, κακαδεύω. Καὶ μετβ. Κάμνω τινὰ ἄρρωστον, γίνομαι αἰτία ν᾽ ἀρρωστήσῃ τις σύνηθ.: Μ᾽ ἀρρώστησε ἡ πεῖνα - ἡ φτώχε͜ια. Μ’ ἀρρώστησες μὲ τὰ καμώματά σου. Τὸν ἀρρώστησαν τὰ βάσανα κοιν. Τὸ μάτιˬαγμα εἶναι κακό, ἀρρωστένει τὸν ἄνθρωπο Κασταν. || ᾎσμ. Ὁ μισσεμός σου μ’ ἀρρωστεῖ καὶ σὰ do γράμμα λε͜ιώνω , μὰ σὰ μάθω πῶς ἔρχεσαι, σὰ ρόδο ξεφαdώνω Κρήτ. (β) ᾿Επὶ ἀψύχων πολλαχ.: Ἔγινε πολλη ζέστη κιˬ ἀρρωστήσανε τὰ σπαρτὰ (ἐκιτρίνισαν προτοῦ μεστώσουν) Σῦρ. Ἀρρώστησαν τὰ δεντρικὰ (παρήγαγον καρποὺς ὀλίγους καὶ καχεκτικούς, ἤτοι μαραμμένους, σκωληκοβρώτους κττ.) Ἀθῆν. Ἀρρωστήσανε τὰ κουκκιˬὰ Κρήτ. Ἀρρουστῆσαν οἱ λιμουνεˬὲς Λέσβ. Ἀρρουστένει τοὺ νιρὸ (κοκκινίζει ἀπὸ διάφορα μικροσκοπικὰ φυτὰ ποῦ ἀναπτύσσονται μέσα του) Καστορ. Μετοχ. 1) Ἀσθενὴς Κεφαλλ. Νάξ. ( Ἀπύρανθ. Καλόξ. Φιλότ.) Τῆλ. : Καμώνεται πῶς εἶναι ἀρρωστημένος Ἀπύρανθ. Εἶναι ἀρρωστημένος τσαὶ τσοίτεται ὁλόφονος (ἡμιθανὴς) Καλόξ. || Παροιμ. Σὰν πεινᾷ ἡ ἀλεποῦ, κάνει τὴν ἀρρωστημένη Λεξ. Δημητρ. || ᾌσμ. Τι’ νὰ τ᾽ ἀφήσω τὸν ἠχὸ νὰ βασιλέψῃ ὁ ἥλιˬος ποῦ ἔχω ἄdρα ἄρρωστο, βαρεˬὰ ἀρρωστημένο Κεφαλλ. Ἄγουρος πέφτει καὶ ’ρωστᾷ βαρεˬὰ ἀρρωστημένος Τῆλ. Ἡ σημασία καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η στ. 1541 (ἔκδ. JSchmitt) «πολλὰ τὸ ἐθλίβη λυπηρὰ διὰ τοὺς ἀρρωστημένους | ὅπου τοὺς ἐκατέσφαξαν ἀπέσω εἰς τὰ κρεββάτια». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρρωστάρις. β) Ἀσθενικός, καχεκτικός, νοσηρός, ἐπὶ ἀψύχων κοιν.: Ἀρρωστημένα δεντρικά. Ἀρρωστημένο ἀγγούρι - καρπούζ ι - πεπόνι κττ. Ἀρρωστημένα σταφύλιˬα- φροῦτα. Ἀρρωστημένες ντομάτες. 2) Συνεκδ. ὁ μὴ ἔχων τὴν ἰδιάζουσαν ἑαυτῷ ποιότητα ἢ οὐσίαν, συνήθως ἐπὶ τροφῶν Πελοπν. (Αἴγ. Λάκων.) κ.ἀ.: Φαεῖ ἀρρωστημένο (μὴ καλῶς ψημένον ἢ ἅνοστον, ἀηδὲς) Αἴγ. Λακων. Ψωμιˬὰ ἀρρωστημένα (μὴ καλῶς ψημένα) Λακων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/