γιˬαουρτολόγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαουρτολόγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬαουρτολόγος ὁ, Ἀθῆν. (παλαιότ.) - Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν. 2,100 γιˬαουρτολόγους Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) γιˬαουρτολόος Στερελλ. (Αἰτωλ) διˬαουρτουλόγους Στερελλ. (Περίστ.) διˬαουρτολόος Στερελλ. (Ἀρτοτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαούρτι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -λόγος.

Σημασιολογία

1) Μικρὸν πήλινον δυνήθως δοχεῖον, ὅπου φυλάσσεται ἡ ζύμη, ἡ πυτιὰ τοῦ γιˬαουρτιοῦ ἔνθ᾽ ἀν.: Τ’ν πυτιˬὰ τ’ν ἔχου ’ς τοῦ διˬαουρτουλόγου Περίστ. 2) Ὁ πλανόδιος πωλητὴς γιαούρτης Ἀθῆν. (παλαιότ.): Γιˬαουρτολόγος ἐδῶ!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/