ἀνοσμίζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοσμίζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνοσμίζομαι ἀμάρτ. ᾽νοσμίζομαι Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. *ἀνοσμῶμαι παρὰ τὸ ὀσμῶμαι.

Σημασιολογία

Ὑποπτεύω: Ἐνοσμίστηκα τὴ δουλε͜ιά. Κἄτι ἔνοσμίστηκα. Πβ. ἀνεμίζω Α6 καὶ 8.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/