ἀνοστάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοστάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνοστάδα ἡ, Προπ. (Ἀρτάκ.) Σάμ. Σύμ. κ.ἀ. -Λεξ. Γαζ. (λ. ἀπειροκαλία) Δεὲκ Βλαστ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄνοστος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα (Ι).
Σημασιολογία
1) Ἔλλειψις ἡδείας γεύσεως ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀπ’ ὅταν ἀρρώστησα ἔχω ἀνοστάδα Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀνοστασία, ἀνοστιˬὰ 1, ἀνοστίλα 1, ἀντίθ. νοστιμάδα. 2) Μεταφρ. ἔλλειψις χάριτος, ἀπειροκαλία ἔνθ’ ἀν.: Ἀνοστάδα ποῦ ’χει ἔουτος! (αὐτὸς) Σύμ. Πβ. *ἀναλατάδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA