ἀρσενικάδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρσενικάδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρσενικάδι τό, ἀμάρτ. ’σερνικάδι Πελοπν. (᾿Ολυμπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀρσενικὸς καὶ τῆς καταλ -άδι.

Σημασιολογία

Ὁ ὕπερος τοῦ κρομμύου ὁ ὁποῖος φέρει τὰ σπέρματα. Συνών. *ἀρσενίκιν 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/