γάιδαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γάιδαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γάιδαρος ὁ, κοιν. γάιδαρους βόρ. ἰδιώμ. γάιδρος Πόντ. (᾽Αμισ. Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) γάιδερος Πόντ. (Κοτύωρ.) gάιdαρος Καλαβρ. (Μπόβ.) γάδαρος σύνηθ. γάδαρους βόρ. ἰδιώμ. γάδαρο ’Απουλ. (Καλημ.) gάdαρο Καλαβρ. (Μπόβ.) gάdερο Καλαβρ. (Μπόβ.) γάδαους Σαμοθρ. γάαρος Ἰκαρ. Κάλυμν. Κάρπ. Κύπρ. Κῶς κ.ἀ. γάρος Κάσ. Ρόδ. κ.ἀ. γάραος Χίος ᾽άδαρος Νάξ. (᾽Απύρανθ. Δαμαρ. Κεραμ. Σκαδ. Φιλότ.) γάιδουρος Πόντ. (Ὄφ. Σαράχ.) γάδ’ρος Θρᾴκ. γάιˬdουρος Καππ. Θηλ. γαιˬδάρα κοιν. καὶ Τσακων. γαδιˬάρα Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κουρ.) Κύθ. γαδάρα σύνηθ. gαdάρα Καλαβρ. (Μπόβ.) γαάρα Κύπρ. γάρα Κάσ. Ρόδ. κ.ἀ. γαιˬδαρῖνα Πόντ. (᾽Ινέπ.) Στερελλ. (’Αράχ.) γαιˬδούρα κοιν. γαδιˬούρα Λέσβ. (Μόλυβ. κ.ἀ.) γαδούρα σύνηθ. γαούρα Κύπρ. γαδούα Σαμοθρ. γαουροῦ Κύπρ. ᾽αδάρα Νάξ. (’Απύρανθ.) ’αδούρα Νάξ. (᾿Απύρανθ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. γάιδαρος, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. γαϊδάρι. Πβ. Amhterst pap. 2, 153,4 «τὰ δὲ γαϊδάρια παρασκεύασον δοθῆναι». Ἡ λ. κατὰ Κορ. ἐκ τοῦ οὐσ. γάδος καὶ τῆς καταλ. -αρος (πβ. Β΄ ’Απάνθ. ἐπιστ. Ρώτα 230, κατὰ δὲ ΓΧατζιδ. ξένη καὶ δὴ ᾽Αραβική. Πβ. Γλωσσολ. Μελέτ. 214-235. Ὁ τύπ. γάιδουρος κατὰ τὸ γαιˬδούρι.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ὄνος κοιν. καὶ ᾿Απουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Φρ. Σὰ γάιˬδαρος (ἐπὶ τοῦ κατ’ ἀνάγκην πράττοντός τι, οἷον: τὰ πῆε τὰ πράματα ἐκεῖ ποῦ τοῦ 'πα σὰ γάιδαρος, τὰ φορτώθηκε σὰ γάιδαρος κττ.). Ἔφαγ᾽ ἕνα γάιδαρο (πάρα πολὺ) κοιν. Γάιδαρος ξεσαμάρωτος (ἐπὶ τοῦ ἀγροίκου). Πετάει ὁ γάιδαρος; πετάει (ἐπὶ ἀνθρώπου οὐδέποτε ἐκφράζοντος ἰδίαν γνώμην, ἀλλ᾿ ἀποδεχομένου ἀσυζητητεὶ τὴν γνώμην ἄλλου ἔστω καὶ παράλογον) σύνηθ. Ὅταν θ᾿ ἀνεβῆ ὁ γάιδαρος ᾿ς τὰ κεραμίδιˬα (ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων πραγμάτων) Πελοπν. (Δημητσάν.) Σὰ θὰ βγάλῃ ὁ γάιδαρος τσέρατα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μεγίστ. Ἅμον ντὸ τρώει ὁ γάιδρον τ᾿ ἀχάντ (ὅπως τρώγει ὁ γάιδαρος τ᾽ ἀγκάθια, ἐπὶ τοῦ ἀηδῶς τρώγοντος) Χαλδ. || Παροιμ. Ἔδεσε ἢ ἔχει δεμένο τὸ γάιδαρό του (ἔχει ἐξασφαλίσει τὰ συμφέροντά του ἀπὸ πάσης ἀπόψεως). Φταίει ὁ γάιδαρος καὶ δέρνουν τὸ σαμάρι (ἐπὶ τῶν τιμωρούντων ἀθῶον ἀντὶ τοῦ ἐνόχου). Εἶπε ὁ γάιδαρος τὸν πετεινὸν κεφάλα (ἐπὶ τοῦ ἀποδίδοντος εἰς ἄλλον ἐλάττωμα ἐμπαικτικῶς, τὸ ὁποῖον αὐτὸς ἔχει εἰς μέγαν βαθμόν). ’Σ τὴ φωνὴ κιˬ ὁ γάιδαρος (σκωπτικῶς ἐπὶ τοῦ προσερχομένου ἀπροσδοκήτως καθ᾿ ἣν στιγμὴν ἀκριβῶς γίνεται λόγος περὶ αὐτοῦ). Κἄποιου τοῦ χάριζαν γάιδαρο κ' ἐκεῖνος τοῦ κοίταζε τὰ δόντιˬα (ἐπὶ τοῦ εὑρίσκοντος ἐλάττωμα εἰς δῶρον, τὸ ὁποῖον τοῦ προσέφεραν). Τὸ χαμηλὸ γάιδαρο ὅλοι τὸν καβαλλικεύουν (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀνισχύρου ὑποκύπτοντος εἰς πάντας). Δὲν ξέρει νὰ μοιράσῃ δυˬὸ γαιˬδάρων ἄχυρα (ἐπὶ ἀνθρώπου ἔχοντος ἀμβλὺν τὸν νοῦν). Δυˬὸ γαιˬδάροι μάλωναν σὲ ξένον ἀχερῶνα (ἐπὶ τῶν ἐριζόντων διὰ πράγματα ἀλλότρια) κοιν. Καὶ τὰ βαρεˬὰ ᾿ς τὸ γάιδαρο καὶ τ’ ἀλαφρεˬὰ ᾿ς τὸ γάιδαρο (ἐπὶ μέλους οἰκογενείας διαρκῶς ἐπιφορτιζομένου μὲ διαφόρους ἐργασίας) Πελοπν. (Λάστ.) Εἶναι μάννες καὶ μαννάδες, | εἶναι μάννες καὶ γαιˬδάρες (ἐπὶ μητέρων στοργικῶν καὶ ἐπὶ μητέρων ἀστόργων) Αἴγιν. ᾿Ασ᾿ σὸν ἀρνικὸν τὸ γάιδαρον γάλαν ἐβγάλλ’ καὶ παίρ’ (ἀπὸ τὸν ἀρσενικὸ γάιδαρο βγάζει καὶ παίρνει γάλα, ἐπὶ τοῦ ἱκανοῦ δυναμένου νὰ ὠφεληθῇ καὶ ὁπόθεν δὲν θὰ ἤλπιζέ τις) Χαλδ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γάιδαρος Ἄνδρ. Ζάκ. Κύθηρ. Γάδαρος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κύθν. Σῦρ. Γάδαρους Λῆμν. Γαδάρα Φολέγ. Συνών. γαιˬδούρι 1, γομάρι, ὀνικό β) Συνεκδ. φορτίον ὄνου Σῦρ.: ᾿Αγόρασα ἕνα γάιδαρο ντομάτες. Συνών. γομάρι. γ) Ὑπὸ τὸν τύπ. γαιˬδάρου πορδές, εἴδη μυκήτων φυομένων εἰς τὴν κόπρον ὄνου. 2) Φορεῖον διὰ τοῦ ὁποίου μεταφέρονται ὑλικὰ οἰκοδομῶν καὶ τὰ παρόμοια Κάρπ. Τῆν. κ.ἀ. 3) Θηλ., ὑποστήριγμα σιδηροῦν ἢ ξύλινον διαφόρων σχημάτων ἀναλόγως τῆς χρήσεώς του, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐπιτίθεταί τι, οἷον ὑποστήριγμα κλίνης, τὰ κοινῶς λεγόμενα στρίποδα, σιδηρῶν ράβδων, σωλήνων τοῦ ἰκριώματος τῶν οἰκοδόμων, τῶν καιομένων ἐν τῇ ἑστίᾳ ξύλων κττ. σύνηθ. 4) Θηλ., ὁ δόναξ ὁ ὑπανέχων τὰς χορδὰς μουσικοῦ ὀργάνου Μακεδ. (Χαλκιδ.) Συνών. καβαλλάρις. 5) Θηλ., στῦλος πηγνυόμενος εἰς τὸ ἔδαφος ὄπισθεν φράγματος ὕδατος πρὸς στήριξίν του Ἤπ. (Ζαγόρ.) 6) Θηλ., δίκρανον τὸ ὁποῖον κρατεῖ τις πρὸ αὐτοῦ εἰς ἴσον πρὸς τὸν ὦμον ὕψος καὶ ἐπιθέτει ξύλα πρὸς μεταφορὰν, τὰ ὁποῖα στηρίζονται εἰς αὐτὸ κατὰ τὸ ἓν ἄκρον, κατὰ δὲ τὸ ἕτερον εἰς τὸν ὦμον Μακεδ. (Χαλκιδ.) 7) Θηλ., ξύλον χονδρὸν τιθέμενον μεταξὺ τῶν δύο ἀπὸ τοῦ κέντρου τοῦ ζυγοῦ ἐξηρτημένων ἐλλειψοειδῶν λωρίων διὰ νὰ στηριχθῇ εἰς αὐτὸ τὸ ξύλον τὸ ἐγκάρσιον εἰς τὸ ἄκρον τοῦ ἱστοβοέως τοῦ ἀρότρου Μακεδ. (Χαλκιδ.) 8) Θηλ., μέρος τοῦ ἀρότρου ὅπου προσαρμόζεται τὸ ὑνίον Θρᾴκ. (Μάδυτ.) 9) Εἶδος σκάφης πληρουμένης μὲ λίθους καὶ φερούσης εἰς τὸ πρόσθιον μέρος μικρὸν πάσσαλον, εἰς τὸν ὁποῖον δένεται τὸ διˬασίδι κατὰ τὸ τύλιγμά του εἰς τὸ ἀντίον διὰ νὰ τηρῆται τεταμένον Εὔβ. 10) Ξύλον διερχόμενον διὰ τῶν ὀπῶν τοῦ ἀντίου τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ πρὸς στερέωσίν του Πελοπν. (Λακων.) 11) Ὁ μεσαῖος δάκτυλος Κύπρ. 12) Θηλ., εἶδος ἱστίου τετραγώνου Κεφαλλ. 13) Τὸ πυῶδες ἀπόστημα τοῦ βλεφάρου Πελοπν. (Μάν.) Συνών κριθαράκι. 14) Μία τῶν πλευρῶν τοῦ ἀστραγάλου ἐν τῇ ὁμωνύμῳ παιδιᾷ Κεφαλλ. Κύπρ. Συνών. γαιˬδουράκι 2. 15) Εἶδος μικροῦ δαμασκήνου χρώματος κυανομέλανος μὲ σάρκα κιτρίνην Σαμοθρ. 16) ᾽Αρσεν. καὶ θηλ., εἴδη παιδιῶν Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Κεφαλλ. Κύπρ Λέσβ. Πελοπν. (Γορτυν. Δημητσάν.) 17) Πληθ., τὰ κατὰ τὸν θερισμὸν τυχαίως ἀφινόμενα ἀθέριστα στάχυα Κρήτ. 18) Θηλ., ἐπιτυχία εἰς τὴν σκόπευσιν θηράματος γινομένη ὑπὸ δευτέρου κυνηγοῦ μετ᾽ ἀποτυχίαν τοῦ πρώτου πυροβολήσαντος Κύθηρ.: Τοῦ ’καμα δύο γαιˬδάρες. Β) Μεταφ. 1) Ἄνθρωπος ὀκνός, ράθυμος Νάξ. (Γαλανᾶδ.) 2) Ἄνθρωπος εὐτελής, οὐτιδανὸς κοιν. 3) Ἄνθρωπος ἀγενής, ἀγροῖκος, ἀδιάντροπος, βάναυσος κοιν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. γαιˬδουράνθρωπος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA