ἀρσενικάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρσενικάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρσενικάρις, ἐπίθ. Πελοπν. (Δημητσάν.) Θηλ. ἀρσενικαρκὰ Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀρσενικὸς καὶ τῆς καταλ. -άρις.

Σημασιολογία

1) Ὁ γεννῶν τέκνα μόνον ἄρρενα Πελοπν. (Δημητσάν.) 2) Θηλ. γυνὴ ἐρμαφρόδιτος Κύπρος. Πβ. ἀρσενικοθήλυκος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/