ἀρσενίκεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρσενίκεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρσενίκεμα τό, ἀμάρτ. ἀρνίκεμαν Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρσενικεύω, παρ’ ὃ καὶ ἀρνικεύω.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ ὀργᾷ τις πρὸς συνουσίαν ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. καύλα. 2) Τὸ νὰ εἶναι τις ἄτακτος, ζωηρὸς Πόντ. (Χαλδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA