ἀνοστιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοστιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνοστιˬὰ ἡ, ἀνοστία Πόντ. (Κερασ.) ἀνοστίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀνοστιˬὰ κοιν. ἀνουστιˬὰ βόρ. ἰδιώμ. ἀνοσθιˬὰ (Κρητ.) ἀνοσκιˬὰ Κύπρ. ἀνόστιˬα Πελοπν. (Γύθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ του μεσν. ουσ. ἀνοστία.
Σημασιολογία
1) Ἔλλειψις ἡδύτητος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Τί ἀνοστιˬὰ ποῦ ἔχει αὐτὸ τὸ κρέας! Ἀνοστιˬὰ ποῦ ᾿χ᾿ ἡ σούππα! κοιν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνοστάδα 1. β) Ἔλλειψις αἰσθήματος γεύσεως πολλαχ: Ἀπὸ τὴ ζέστη ἔχει ὁ στόμας μου ἀνόστιˬα Γύθ. γ) Μεταφ. ἔλλειψις χάριτος κοιν.: Ἀνοστιˬὰ ποῦ ’χεις, καηˬμένε! δ) Πληθ., λόγοι ἣ πράξεις ἀηδεῖς κοιν.: Ἄφησε τοὶς ἀνοστιˬές! Τί ἀνοστιˬὲς λές! κοιν. Τί ἀνουστιˬὲς εἶν᾿ αὐτές! Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Εἶπι κἄτ’ ἀνουστιˬὲς π᾿ τοὺν σ’χάθ’κα Στερελλ. (Αἰτωλ.) ε) Μετων. ὁ ἀηδὴς ἄνθρωπος Κρήτ.: Φύγε, μωρὴ ἀνοσθιˬά! 2) Ἔλλειψις διαθέσεως, δυσθυμία Πελοπν. (Γύθ.): Δὲ gοιμήθηκα καλὰ τὴ νύχτα κ’ εἶμαι σήμερα ὅλο ἀνόστιˬα. Πβ. *ἀναλατάδα, ἀνοστίλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA