ἀρσενικεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρσενικεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρσενικεύω (ΙΙ), ἀρνικεύω Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀρσενίκιν, παρ’ ὃ καὶ ἀρνίκ’.

Σημασιολογία

Μεταβαίνω ἀπὸ τῆς ἀνθήσεως εἰς τὴν καρποφορίαν αὐξάνων κατὰ τὸν καυλόν: ᾿Ερνίκεψαν τὰ κρομμύδ-τὰ λάχανα. Συνών.σποριˬάζω,σπορώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/