γιˬαπιστίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαπιστίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬαπιστίζω Θρᾴκ. (Μάδυτ.) γιˬαπουστίζου Θρᾴκ. (Κόσμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yapismak = προσκολῶ.
Σημασιολογία
1) Προσκολλῶ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Συνών. γιˬαπιστιρεύω, γιˬαπιστιρτίζω. 2) Συλλαμβάνω, πιάνω Θρᾴκ. (Κόσμ.): Μὶ φόρτσα γκ’τῶ τοὺ πουρτί, ἀνοίγου κὶ ἴσιˬα ντὴ γιˬαπουστίζου ἀποὺ τσὶ βουρλίδι τ᾿ς (γκ’τῶ = ὠθῶ, τσὶ βουρλίδι = τὶς βουρλίδες = τὶς κοτσίδες).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA