γαιˬδούρακας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαιˬδούρακας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαˬιδούρακας ὁ, Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαιˬδουράκι καὶ τῆς καταλ. –ας.
Σημασιολογία
Γαιˬδουράνθρωπος, ὃ ἰδ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Φωσκ. Φορτουν. (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) 92.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA