γαιˬδουράκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαιˬδουράκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαˬιδουράκι τό. κοιν. γαιˬδ’ρά’ βόρ. ἰδιωμ. γαιˬδουράτσι Μύκ. Πελοπν. (Μαντίν.) γαδουράκι Κρήτ. Ρόδ. Σίφν. κ.ἀ. γαδ’ρά' Θρᾴκ. (Τσακίλ.) γαδουράτσι Πάρ. κ.ἀ. γαδουράιν Κύπρ. γαουράιν Κύπρ. ᾿αδουράκι Νάξ (᾿Απύρανθ.) γαιˬδαρά' Εὔβ. (Ἄκρ.) γαδαράκι Νάξ. Χίος κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γαιˬδούρι διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άκι. Τὸ γαδαράκι διὰ τὸ γάδαρος. Τοῦτο καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Μικρὸς ὄνος εἴτε κατὰ τὸ ἀνάστημα εἴτε κατὰ τὴν ἡλικίαν, ὀνάριον κοιν.: Παροιμ. Μεγάλωσε τὸ γαιˬδουράκι καὶ κόντυνε τὸ σαμαράκι (χαϊδευτικὰ διὰ παιδάκι, τὸ ὁποῖον μεγάλωσε καὶ δὲν τοῦ πάγει πλέον τὸ ἔνδυμα) κοιν. Τὸ μικρὸ τὸ γαιˬδουράκι | εἶναι πάντα πουλαράκι (ὅτι ὁ μικρόσωμος φαίνεται πάντοτε νέος) Πάρ. -Γνωμ. Τὸ γαδουράκι ᾿ς τὸ βουνὸ ψοφᾷ, μ᾿ ἡ ζημˬιὰ ἔρκεται ᾿ς τὸ σπίτι Ρόδ. Συνών. γαιˬδουράκος, γαιˬδουρέλλι, γαιˬδουρίδι, γαιˬδουρίτσος, γαιˬδουροπούλλι, *γαιˬδουρόπουλλον, γαιˬδουρούδι, γαιˬδουρούλλι. Πβ. γαιˬδουροπουλλάκι, γαιˬδουροπούλλαρο. 2) Μία τῶν πλευρῶν τοῦ ἀστραγάλου ἐν παιδιᾷ Πελοπν. (Μαντίν.) Συνών. γάιδαρος 14.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/