ἀνοστίμευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοστίμευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνοστίμευτος ἐπίθ. Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *νοστιμευτὸς<νοστιμεύω.
Σημασιολογία
1) Ἀνοστος, ἐπὶ φαγητοῦ ἔνθ’ ἀν.: Ἀνοστίμευτο φαεῖ Λεξ. Δημητρ. 2) Μεταφ. ἄχαρις Λεξ. Δημητρ.: Ὅσο καὶ νὰ φτε͜ιάνεται ἀνοστίμευτη εἶναι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA