ἀνοστο-
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοστο-
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
ἄνοστο- κοιν.
Ετυμολογία
Θέμα τοῦ ἐπιθ. ἄνοστος.
Σημασιολογία
Συντίθεται ὡς α΄ συνθετ. ὀνομάτων, τὰ ὁποῖα εἶναι 1) Οὐσ. δηλοῦντά τι ἄνευ ἡδείας γεύσεως, οἷον: ἀνοστοκολόκυθο, ἀνοστόφαγο, ἀνοστόψαρο κττ. β) Οὐσ. δηλοῦντα μεταφ. τι ἄνευ χάριτος, ἄνευ κομψότητος, ἀηδές τι, οἷον: ἀνοστάνθρωπος, ἀνοστογυναῖκα, ἀνοστοκόριτσο, ἀνοστοκουβέντα, ἀνοστόπαιδο, ἀνοστόπλασμα, ἀνοστόπραμα κττ. 2) Ἐπίθ. δηλοῦντα τὸν ἀηδῆ, τὸν ἄχαριν, οἷον: ἀνοστοκαμωμένος, ἀνοστοκάμωτος, ἀνοστοπλασμένος, ἀνοστόπλαστος κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA