ἁψιˬασμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁψιˬασμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἁψιˬασμένος ἐπίθ. ÉLegrand Chansons 332.

Ετυμολογία

Μετοχ. τοῦ ἀμαρτ. ρ. ἁψιάζω.

Σημασιολογία

Ὁ δυσκόλως συγκρατούμενος, ὁ σφόδρα ἐρεθισμένος: ᾎσμ. Σαράντα τὸ κρατούσανε τ᾿ ἄλογο τ᾽ ἀψιˬασμένο καὶ σὰν θηριˬὸ χλιμίτριζε καὶ ἐτσαλαπατοῦσε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/