γιˬαπμᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαπμᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬαπμᾶς ὁ, Κωνπλ. Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σηλυβρ. κ.ἀ.) Λυκ. (Λιβύσσ)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yapma = ἡ κατασκευή, τὸ ἔργον.

Σημασιολογία

Α) Οὐσ., παραποίησις Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Β) Ἐπιθετικ., τεχνητός, χειροποίητος Θρᾴκ. (Σηλυβρ. κ.ἀ.) Κωνπλ. Λυκ. (Λιβύσσ.): Ἔχει δόντιˬα γιˬαπμᾶδες Κωνπλ. Δὲν εἶναι γιˬαπμᾶδες, ἀλλὰ θεϊκὰ (ἐνν. τὰ ἀστροπελέκια) Σηλυβρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/