ἀρσενικοβοτάνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρσενικοβοτάνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρσενικοβοτάνι τό, ἀμάρτ. σερνικοβοτάνι ΘΧελδράιχ 89 ἀρσενικοβότανο Πελοπν. (Τριφυλ.) σερνικοβότανο Ἤπ. Πελοπν. (Μάν. Μεσσ.) σερκοβότανο Ἤπ. σιρκουβότανου Εὔβ (Στρόπον.) Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀρσενικὸς καὶ τοῦ οὐσ. βοτάνι.
Σημασιολογία
Ἀγριόχορτα τῆς τάξεως τῶν ὀρχεοειδῶν (orchidaceae) τῶν ὁποίων οἱ ὀρχεοειδεῖς κόνδυλοι ἐθεωροῦντο φάρμακον πρὸς τὴν ἀρρενογονίαν (Διοσκορ. 3,131) 1) Τοῦ γένους ὄρχιδος: ὄρχις ὁ μακροσκελὴς (orchis longicruris) καὶ ὄρχις ὁ ψυχανθὴς (orchis papilionacea). Συνών. σαλέπι.2) Τοῦ γένους ὀφρύος: ὀφρὺς ἡ μέλισσα (ophrys apifera). Συνών. ἀρσενικοχόρταρο, ἀρσενικόχορτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA