γαιˬδουραρᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαιˬδουραρᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαˬιδουραρᾶς ὁ, Κρήτ.
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. γαιˬδούρι διὰ τῆς παραγωγικῆς κατά –αρᾶς.
Σημασιολογία
1) Μέγας ὄνος. 2) Γαιˬδουράνθρωπος, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA