γιˬαραεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαραεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬαραεύω (Ι) Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) γιˬαραύω Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yaramak = εἶμαι χρήσιμος, ὠφέλιμος.
Σημασιολογία
Εἶμαι ὠφέλιμος, χρήσιμος ἔνθ’ ἀν.: Ἀτὸ τὸ βούδ’ ξάι ’κι γιˬαραεύ’ (αὐτὸ τὸ βόδι δὲν ἀξίζει τίποτε) Πόντ. (Χαλδ.) || Παροιμ. Τ’ ὀμμάτ’ ντὸ ’κὶ γιˬαραεύ’ ἂς ἐβγαίν’ (Τὸ μάτι ποὺ εἶναι ἄχρηστον ἂς βγαίνῃ· ἐπὶ ἀνωφελοῦς τέκνου, συγγενοῦς ἢ γείτονος, μετὰ τοῦ ὁποίου διακόπτεται κάθε σχέσις) Πόντ. β) Ὀφελῶ, βοηθῶ τινα Πόντ. (Χαλδ.): Τὴ μάνναν ἀτ’ ξάι ᾽κὶ γιˬαραεύ’ (καθόλου δὲν βοηθεῖ τὴν μητέρα του). Συνών. γιˬαραντίζω (Ι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA