γιˬαραλαντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαραλαντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬαραλαντίζω ἐνιαχ γιˬαραλαdίζω Θρᾴκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.) γιˬαραλαdίζου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ἴμβρ. γιˬαραλαντῶ Καππ. (Βαγδαον.) γιˬαραλατίζω Κύπρ. Μεγίστ. γιˬαραλαττοῦ Λυκ (Λιβύσσ) γιˬαρ’λαντίζω Προπ. (Ἀρτάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yaralamak = πληγώνω.
Σημασιολογία
Πληγώνω, τραυματίζω ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA