γιˬαραλῆς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαραλῆς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιˬαραλῆς ἐπίθ. ἐνιαχ γεραλῆς Μακεδ. (Βόιον) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Τῆλ. γεραλοῦς Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Θηλ. γεραλῆσα Πόντ. (Σταυρ. κ.ἀ.) γεραλοῦσα Πόντ. (Κερασ. Τραπ Χαλδ. κ.ἀ.) Οὐδ γεραλὶν Πόντ. γεραλοῦν Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yarali = πληγωμένος.
Σημασιολογία
Πληγωμένος ἔνθ᾽ ἀν.: Φρ. Παραλῆσα καὶ γεραλῆσα (ἐπὶ γυναικὸς πλουσίας, ἀλλὰ δυστυχοῦς ἕνεκα νόσου ἀνιάτου ἢ ἄλλης αἰτίας Πόντ.) || ᾌσμ. Γιˬατροί, ποὺ τοὺς γιατρεύγετε τοὺς νιˬοὺς τοὺς γεραλῆδες, καλὰ νὰ τοὺς γιατρεύγετε, γιατ’ εἶναι σεβδαλῆδες Τῆλ. Μὴ κλαῖς, κόρη, μὴ κλαῖς, κόρη, κ᾽ εὐτὰς κ᾿ ἐμὲν καὶ κλαίγω, τ’ ἐμὸν ἡ καρδ γεραλοῦν, κιˬ ἂν κλαίγω, θὰ ματοῦται Πόντ. Τ’ ἐμὸν ἡ καρδ γεραλίν, ἄν κλαίω, θὰ ματοῦται, κιˬ ἅμον τσῆ λάμπας τὸ γυˬαλίν, ἂν κρούς ἀπάν’, τζακοῦται (= σπάει) Πόντ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Γεραλῆς Ἀθῆν. Ἤπ. (Ἰωάνν.) Πελοπν. (Πάτρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA