γαˬιδουρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαˬιδουρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαˬιδουρίζω Αἴγιν. Θήρ. Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Κρήτ. Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Λάστ. Λεῦκτρ. Μάν.) κ.ἀ. - Λεξ. Αἰν. Βλαστ. γαιˬδ’ρίζου Β.Εὔβ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) γαδουρίζω Κύθν. Ρόδ. κ.ἀ. γαδουρίζου Θρᾴκ. (Μάδυτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γαιδούρι.

Σημασιολογία

1) Φέρομαι ὡς ὄνος, πράττω τι ἀδιάκριτον. ἀναισχυντῶ Β.Εὔβ. Θήρ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κρήτ. Κύθν. Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Λεῦκτρ. Μάν.) Ρόδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. -- Λεξ. Αἰν. Βλαστ.: Γνωμ. Ὧρες ὧρες ἀθρωπίζει | κιˬ ὧρες ὧρες γαδουρίζει Ρόδ. Συνών.: γαιˬδουρεύω, γαιˬδουροβαστῶ, γαιˬδουροφέρνω. β) Ἐπιδεικνύω πεῖσμα Κύθν. κ.ἀ. ᾎσμ. Ὁ Φλεβάρις κιˬ ἄ φλοΐσῃ, | τοῦ καλοκαιριˬοῦ μυρίζει, εἴδεμὴ καὶ γαδουρίσῃ, | μηδὲ πάλο δὲ θ' ἀφήσῃ Κύθν. 2) Φαίνομαι ὡς ὄνος, ὁμοιάζω πρὸς ὄνον Αἴγιν. Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Πελοπν. (Λάστ.) κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/