ἀρσενίκουλλας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρσενίκουλλας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρσενίκουλλας ὁ, ἀμάρτ. σερνίκουλλας Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. ἀρσενικούλλι διὰ τῆς καταλ -ας.
Σημασιολογία
Κόρη μὲ τρόπους ζωηροὺς εἰς ἄρρενας ἁρμόζοντας: Ἡ δεῖνα εἶναι σωστὸς σερνίκουλλας. Ἔ τὸ σερνίκουλα, νὰ μὴ μαζώβεται ἀπὸ τὰ παιχνίδιˬα! Συνών. αγώρι 4, ἀγωρῖνα 1, ἀγωροκόριτσο 1, ἀγωροῦ, ἀγώρω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA