γιˬαραμάζης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαραμάζης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬαραμάζης Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κοτύωρ.) γιˬαραμάης Πόντ. (Χαλδ.) γιˬαραμὰς Θράκ. (Ἀδριανούπ.) Κρήτ. Μεγίστ. Θηλ. γιˬαραμάζαινα Πόντ. Οὐδ γιˬαραμάζ’κον Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yaramaz = ἀνωφελής.

Σημασιολογία

1) Ἄχρηστος, ἀνωφελὴς ἔνθ’ ἀν.: Ἕναν παιδὶν ἔχω κ’ ἐκεῖνο γιˬαραμάζ’κον Πόντ. || Παροιμ. Τῆ γιˬαραμάζ’ τὰ γεράδας ἐξίκ’ ’κὶ ’ίν’ταν (ἀπὸ τὸν ἄχρηστον δὲν λείπουν ποτὲ αἱ πληγαί· ἐπὶ τῶν εὑρισκόντων πάντοτε ἀφορμὰς διὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἀνικανότητά των) Κοτύωρ. 2) Ἄγριος, ἀτίθασος Λιβύσσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/